- λαμπηδών
- λαμπηδώνlustrefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπηδών — λαμπηδών, όνος, ἡ (AM) βλ. λαμπηδόνα … Dictionary of Greek
λαμπηδόν — λαμπηδών lustre fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπηδόνα — λαμπηδών lustre fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπηδόνας — λαμπηδών lustre fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπηδόνε — λαμπηδών lustre fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπηδόνες — λαμπηδών lustre fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπηδόνι — λαμπηδών lustre fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπηδόνος — λαμπηδών lustre fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπηδόνων — λαμπηδών lustre fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπηδόσι — λαμπηδών lustre fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)